εναντίον — και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν]) επίρρ. 1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.) 2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι 3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή… … Dictionary of Greek
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
ηναντιωμένως — ἠναντιωμένως (Α) επίρρ. με αντίθετο, με ενάντιο τρόπο, εναντίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηναντιωμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. εναντιούμαι] … Dictionary of Greek
κλυτόφημος — κλυτόφημος, ον (Α) ένδοξος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φημος (< φήμη), πρβλ. εναντιό φημος, ματαιό φημος] … Dictionary of Greek
υπεναντίως — Α επίρρ. κατά τρόπο ενάντιο σε κάτι («ὑπεναντίως τῷ νόμῳ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐνάντιος (πρβλ. ἀπ εναντίος)] … Dictionary of Greek
απεναντίας — επίρρ. τροπ., αντίθετα, το ενάντιο: Δεν ευχαριστήθηκα μ’ αυτά που έγιναν, απεναντίας στενοχωρήθηκα πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενάντιος — α, ο επίρρ. α 1. αντίθετος, αντιμέτωπος: Έχουμε ενάντιο το ρεύμα του ποταμού. 2. ανάποδος, αντίξοος, εχθρικός: Όλα ενάντια μου ήρθαν. 3. διάφορος, διαφορετικός, ασύμφωνος: Είναι ενάντιοι χαρακτήρες. 4. το ουδ. πληθ. ως επίρρ., ενάντια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)